εξάσκηση

εξάσκηση
η
1. η εκγύμναση ή η εκπαίδευση σε κάτι, προπόνηση: Εξάσκηση στη σκοποβολή.
2. η εφαρμογή θεωρητικών γνώσεων, η χρησιμοποίησή τους στην πράξη: Εξάσκηση ιατρικού επαγγέλματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξάσκηση — η [εξασκώ] 1. εκπαίδευση, εκγύμναση, άσκηση σε κάτι, προπόνηση, κατάρτιση («εξάσκηση στη σκοποβολή») 2. η εφαρμογή θεωρητικών γνώσεων, η χρησιμοποίησή τους στην πράξη («εξάσκηση επαγγέλματος») …   Dictionary of Greek

  • ἐξασκήσῃ — ἐξασκέω adorn aor subj mid 2nd sg ἐξασκέω adorn aor subj act 3rd sg ἐξασκέω adorn fut ind mid 2nd sg ἐξασκέω adorn aor subj mid 2nd sg ἐξασκέω adorn aor subj act 3rd sg ἐξασκέω adorn fut ind mid 2nd sg ἐξᾱσκήσῃ , ἐξασκέω adorn futperf ind mp 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • δυσορθογραφία — Είδος διαταραχής που παρουσιάζεται κατά την εξάσκηση της ορθογραφίας. Εκδηλώνεται με τη σύγχυση γραμμάτων που μοιάζουν οπτικά (ν και υ) ή στην προφορά τους (β και φ). Η δ. παρατηρείται κυρίως σε παιδιά και οφείλεται μάλλον σε συγκινησιακές… …   Dictionary of Greek

  • ομιλία — η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη) 1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία») 2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β …   Dictionary of Greek

  • οπλομαχία — Η τέχνη του χειρισμού των όπλων και ιδιαίτερα του ξίφους (ξιφασκία), της σπάθας (σπαθασκία) και της λόγχης (λογχομαχία). Η ο. αποτέλεσε αναγκαία άσκηση στο παρελθόν, όχι μόνο στον πόλεμο αλλά και ως μέσο για την επίλυση των ατομικών διαφορών.… …   Dictionary of Greek

  • προεξάσκηση — η, Ν προάσκηση, προκαταρκτική εξάσκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εξάσκηση. Η λ., στον λόγιο τ. προεξάσχησις, μαρτυρείται από το 17ββ στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από …   Dictionary of Greek

  • άσκηση — Η πρώτη σημασία του όρου είναι η φυσική ά. του σώματος, η γυμναστική· αργότερα όμως πήρε και μια έννοια ηθική, σύμφωνα με την οποία, όπως ασκούμε το σώμα για να γίνουμε δυνατότεροι σωματικά, έτσι μπορούμε να γίνουμε και πνευματικά καλύτεροι… …   Dictionary of Greek

  • αγροκήπιο — Κήπος που βρίσκεται σε αγροτικό συνοικισμό ή σε αγροτικό κέντρο. Σε όλες τις χώρες, για να επιτευχθεί η βελτίωση της γεωργίας και της ζωοτεχνίας, ιδρύθηκαν πρότυπα α., όπου καλλιεργούνται υποδειγματικά διάφορα φυτά και διατρέφονται διάφορα ζώα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”